κέδματα

κέδματα
κέδματα, ων, τά, word of doubtful meaning in Hp.
A Aër.22, Loc. Hom.10, Epid.6.5.15, 7.122, Morb.1.3; expld. by Gal.19.111, Erot., Hsch., as arthritic affections; applied to aneurism of the vena cava by Aret.SA2.8: sg., Hp. ap. Erot.Fr.54 (s.v.l.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κέδμα — κέδμα, τὸ (Α) (αμφβλ. ερμ.) στον πληθ. τὰ κέδματα α) κιρσοί β) κατά πλάτος διαστολή τής κοίλης φλέβας, ανεύρυσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με (σ)κεδάννυμι δεν φαίνεται πιθανή, γιατί δεν συμφωνεί ούτε μορφολογικά ούτε σημασιολογικά.… …   Dictionary of Greek

  • κεδματώδης — κεδματώδης, ῶδες (Α) (αμφβλ. ερμ.) αυτός που μοιάζει με τα κέδματα*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέδμα, ατος + επίθημα ώδης*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”